Ένας οδηγός για το “Θέατρο Επιχειρήσεων” (Μέρος 2ο από 4)

Μάθηση ενηλίκων που βασίζεται στο Θέατρο

Αυτό το άρθρο είναι το δεύτερο από μια σειρά άρθρων που θα χρησιμεύσουν ως οδηγός για όποιον επιθυμεί να χρησιμοποιήσει το «Θέατρο Επιχειρήσεων» στην εταιρική εκπαίδευση. Εξετάζονται τόσο οι διαφορετικές χρήσεις όσο και τα επίπεδα της αποτελεσματικότητας του «Θεάτρου Επιχειρήσεων», καθώς και γίνονται συστάσεις για να βοηθήσουν τους ανθρώπους του HR να προσδιορίσουν πότε και πώς να το χρησιμοποιήσουν με τον καλύτερο τρόπο. Επίσης διατυπώνονται προειδοποιήσεις για πιθανούς κινδύνους, εγγενείς σε μία τόσο ισχυρή μέθοδο εκπαίδευσης.

Στο πρώτο μέρος εξηγήσαμε τι είναι το «Θέατρο Επιχειρήσεων» (βλέπε το σχετικό αναλυτικό άρθρο στο blog μας), τι έχει να προσφέρει, τι χρησιμοποιεί και ποια η θεματολογία είναι κατάλληλη.

Σε αυτό το μέρος του οδηγού θα κάνουμε μια σύντομη ιστορική ανασκόπηση για να αναγνωρίσουμε τους πρωτεργάτες του κινήματος και αντιληφθούμε τις βαθιές θεωρητικές αλλά και εμπειρικές ρίζες που έχει η μεθοδολογία.

Ιστορική Ανασκόπηση

Ως μέσο ψυχαγωγίας, το θέατρο είχε πάντα την ικανότητα να ενθουσιάζει, να συγκινεί και να εμπνέει το ακροατήριο. Από τα χέρια του Ευριπίδη έως του Σαίξπηρ και του Σκωρτσέζε, παραμένει η τέχνη της δημιουργίας συναισθηματικής έντασης που επιτρέπει στις θεατρικές τεχνικές να εστιάσουν την προσοχή, να ενισχύσουν την ευαισθητοποίηση, και να αναπτύξουν δυναμικά τις ιδέες.

Η χρήση του θεάτρου ως διδακτικού βοηθήματος δεν είναι κάτι καινούριο. Από τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους φιλοσόφους μέχρι τους σύγχρονους θεατρικούς συγγραφείς, το θέατρο έχει χρησιμοποιηθεί ως ένας συναρπαστικός τρόπος που αντικατοπτρίζει και εξερευνά ανθρώπινες καταστάσεις. Ο Πλάτων ενθαρρύνει τα παιδιά να μάθουν μέσα από τον αυτοσχεδιασμό και το χορό. Η Ροσβιθα, κατά το δέκατο αιώνα, μια μοναχή από τη Σαξωνία, έγραψε θεατρικά έργα για την εκπαίδευση του κλήρου σε ζητήματα ηθικής. Πλανόδιοι ηθοποιοί της Commedia dell’ Arte, παράγουν θεατρικά έργα για να αντιμετωπίσουν τα κοινωνικά ζητήματα στην Ιταλία, στο τέλος του Μεσαίωνα.

Παρόλα αυτά η ιδέα της αξιοποίησης των τεχνικών του θεάτρου για εκπαιδευτικούς σκοπούς δεν αναπτύχθηκε πλήρως πριν τον εικοστό αιώνα. Ο διάσημος Αμερικάνος παιδαγωγός Τζον Ντιούι εξήγγειλε το “μαθαίνω κάνοντας” με τη χρήση τεχνικών του θεάτρου και οι θεωρίες του εφαρμόστηκαν στα δημοτικά σχολεία, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920. Βασιζόμενοι στο έργο του Ντιούι, οι εκπαιδευτικοί στην Αγγλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες δημιούργησαν τεχνικές θεάτρου στην εκπαίδευση, στα σχολεία, για να βοηθήσουν τα παιδιά να αναπτύξουν αυτογνωσία και να βελτιώσουν τις κοινωνικές τους δεξιότητες.

Η εφαρμογή των τεχνικών του θεάτρου στην εκπαίδευση ενηλίκων, εισήχθη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 από τον ψυχολόγο Jacob L. Moreno, ιδρυτή του ψυχοδράματος. Ο Moreno έδειξε ότι μπορούν να συμβούν εποικοδομητικές αλλαγές στη συμπεριφορά των ατόμων και των ομάδων, μέσω διαφόρων μεθόδων δραματικής αναπαράστασης. Με την πάροδο του χρόνου, επέκτεινε τις ιδέες του και στην επιχειρηματική κατάρτιση. Στην πραγματικότητα, το 1933 διηύθυνε σεμινάριο κατάρτισης για τα πολυκαταστήματα Macy με θέμα τις εργασιακές σχέσεις – το πρώτο στο είδος του.

Οι πρωτοποριακές εφαρμογές του Moreno βασιζόμενες στις τεχνικές του θεάτρου ως εργαλείο κατάρτισης αποτέλεσαν το θεμέλιο πολλών δραστηριοτήτων που αναπτύχθηκαν για την κατάρτιση στελεχών στη δεκαετία του ‘40 και ’50. Τα παιχνίδια ρόλων, τα διαδραστικά παιχνίδια και ένα πλήθος άλλων δραστηριοτήτων προέκυψαν από μια προσπάθεια να προκληθεί ο ενθουσιασμός και η ενεργή συμμετοχή που φέρνει το θέατρο στο κοινό. Η ευκολία και η απλότητα των τεχνικών αυτών, έδωσε ευκαιρίες κατάρτισης για δημιουργική ευαισθητοποίηση. Συχνά όμως, οι τεχνικές αυτές υπολείπονταν σε ρεαλισμό, βάθος και συναισθηματική ένταση, συγκρινόμενες με αυτές που εκ φύσεως υπάρχουν στο θέατρο.

Από μια άλλη οπτική γωνία αξιοποίησε το θέατρο ο κοινωνιολόγος Erving Goffman (βλέπε τα σχετικά αναλυτικά άρθρα στο blog μας) δημιουργώντας μια σχολή προσέγγισης και ανάλυσης και μελέτης των κοινωνικών σχέσεων στο περιβάλλον μικρών ομάδων. Ο Erving Goffman είναι ίσως ένας από τους σημαντικότερους κοινωνιολόγους σε σχέση με το «Εγώ». Το βιβλίο του – «Παρουσίαση του Εαυτού» – παραμένει ένα σημαντικό βιβλίο σε αυτόν τον τομέα.
Η προσέγγιση του Goffman αναφέρεται μερικές φορές ως το δραματουργικό μοντέλο. Η ζωή μας, σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, είναι απλώς μια σειρά παραστάσεων. Ο καθένας ενώ στέκεται παρουσία άλλων και μιλά δίνει μια παράσταση στην οποία προσπαθεί να μεταφέρει
πληροφορίες σχετικά με το εαυτόν του όχι μόνο με τα λόγια, αλλά και πληροφορίες μέσα από την αυτοπεποίθησή που έχει, τον τρόπο με τον οποίο μιλά, την ικανότητα να εκφράζεται δημόσια και ούτω καθεξής. Οι άλλοι, φυσικά, δίνουν τις δικές τους μικρότερες παραστάσεις, αλλά είναι μια παράσταση όπως και να το κάνουμε. Για παράδειγμα, μπορεί να θέλουν να διατηρήσουν την εντύπωση ότι ενδιαφέρονται για το θέμα (το οποίο μπορεί να είναι αλήθεια ή προσποίηση) μπορεί να θέλουν να ασκήσουν επιρροή ή να δημιουργήσουν μια ευνοϊκή εντύπωση του εαυτού τους. Ανάμεσα στα κύρια στοιχεία μιας παράστασης περιλαμβάνονται οι στρατηγικές διαχείρισης των εντυπώσεων. Όταν εμπλεκόμαστε σε μια κατάσταση με άλλους προσπαθούμε να διαχειριστούμε μέσω της παράστασης που δίνουμε τις εντυπώσεις που θέλουμε να δημιουργήσουμε. Το μοντέλο του Goffman και όπως εξελίχθηκε από τους συνεχιστές του εξηγεί και προβλέπει τον τρόπο που συμπεριφερόμαστε υιοθετώντας ρόλους στις σχέσεις μας. Ως εκ τούτου έχει άμεση σχέση με την εκπαίδευση ενηλίκων ιδιαίτερα σε θέματα στάσεων, αντιλήψεων και ικανοτήτων επικοινωνίας, συμπεριφοράς και σχέσεων.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, τα πολιτικά δικαιώματα και τα κινήματα των γυναικών κέντρισαν την ανάγκη για μια πιο εντατική κατάρτιση στα θέματα των δεξιοτήτων. Η αστυνομία, το ιατρικό προσωπικό, οι εκπαιδευτικοί, οι κοινωνικοί λειτουργοί απαιτούσαν εκπαίδευση που να παρέχει προσομοιώσεις πραγματικής ζωής για να ενισχύσουν τις δεξιότητές τους στην παρέμβαση των φυλετικών σχέσεων, της ενδοοικογενειακής βίας, της σεξουαλικής κακοποίησης και άλλα κοινωνικά προβλήματα. Ως αποτέλεσμα, οι εκπαιδευτές άρχισαν να πειραματίζονται με διαφορετικές μορφές του δράματος ως μέσα με τα οποία οι άνθρωποι θα μπορούσαν να αποκτήσουν επίγνωση και να βελτιώσουν τις δεξιότητές τους.

Καινοτόμοι εταιρικοί εκπαιδευτές έφεραν αυτές τις τεχνικές σε προγράμματα ηγεσίας και εργασιακών σχέσεων κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Ωστόσο, τα θέματα της “Affirmative Action” για το ρατσισμό, τη σεξουαλική παρενόχληση, καθώς και το κίνημα της ποικιλομορφίας (Diversity), τράβηξε την προσοχή των αμερικανικών επιχειρήσεων, στην εκπαίδευση που βασίζεται στις θεατρικές τεχνικές και η δημοτικότητά του «Θεάτρου Επιχειρήσεων» αυξήθηκε με γεωμετρική πρόοδο.

Στο επόμενο άρθρο μας θα σας παρουσιάσουμε το τρίτο μέρος του οδηγού εξετάζοντας τους βασικούς τύπους των προγραμμάτων του Θεάτρου των επιχειρήσεων.