Βασικές έννοιες του μοντέλου δραματουργίας του Erving Goffman (Μέρος 2)

Το μοντέλο της δραματουργίας

Στο προηγούμενο άρθρο μας για τον Erving Goffman μιλήσαμε για την πιο ουσιαστική συμβολή του κοινωνιολόγου στην σχόλη της αλληλεπίδρασης, που είναι η χρήση του μοντέλου της δραματουργίας στην κοινωνική ζωή. Στο μοντέλο της δραματουργίας, επιτελείται η ερμηνεία και η κατανόηση της πραγματικότητας μέσω τoυ θεάτρου. Ο E. Goffman εισάγει αυτή την ιδέα στο βιβλίο του The presentation of Self in Everyday Life (1956),  με σκοπό τη χρήση της θεατρικής μεταφοράς ως μεθοδολογικού εργαλείου για τη μελέτη της ανθρώπινης ύπαρξης και συμπεριφοράς.  Μας καλεί να φανταστούμε τον κόσμο ως μια σκηνή και τους ανθρώπους, καθέναν ξεχωριστά αλλά και σε συνεργασία μεταξύ τους, να αναπαριστούν σαν ηθοποιοί ποικίλους ρόλους σε διαφορετικό πλήθος θεατών ανάλογα με τη συγκεκριμένη κατάσταση. Η σκηνή αυτή περιέχει τόσο το βάθρο της παράστασης, όπως αναφέρθηκε, όσο και το παρασκήνιο, στο οποίο ο ρόλος εγκαταλείπεται αλλά και προετοιμάζεται.

Σε αυτό το άρθρο θα συνεχίσουμε εξετάζοντας βασικές έννοιες του μοντέλου όπως είναι ο ρόλος και η διαχείριση των εντυπώσεων και δείχνοντας τις προεκτάσεις που έχει η εφαρμογή του μοντέλου στις συνεργατικές ομάδες.

Η έννοια του ρόλου

Ο ρόλος που ενσαρκώνει κάθε ερμηνευτής τείνει να ενσωματώνει και να αποδίδει ορισμένες από τις αξίες της κοινωνίας μέσα στην οποία εκτυλίσσεται, αφού δεν είναι δυνατόν να διαμορφωθεί έξω από  αυτήν. Είναι δηλαδή άμεσα ή έμμεσα συνδεδεμένος με τις επιταγές του εκάστοτε κοινωνικού πεδίου στο οποίο δρα. Αυτός ουσιαστικά είναι και ο τρόπος που κοινωνικοποιείται το άτομο, σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο, προσαρμόζοντας ή αναδιαμορφώνοντας τη συμπεριφορά του στις αντιλήψεις και τις προσδοκίες της κοινωνίας. Όπως αντίστοιχα συμβαίνει στο θέατρο με τον ηθοποιό και την παράσταση, ο ερμηνευτής με κίνητρο την μη διατάραξη  της συγκεκριμένης κατάστασης στα όρια της οποίας κινείται, θα πρέπει να ανταποκριθεί στις «απαιτήσεις» του ιδανικού ρόλου του. Ως αποτέλεσμα, επιλέγει από την μία τις πτυχές του εαυτού του  που πρέπει να αποκρύψει  και από την άλλη τις πράξεις που πρέπει να αποφύγει ώστε να μην θίξει την αξιοπιστία του ρόλου του. Παράλληλα, εκτός από την αυτοπροβολή και την μη διατάραξη των υπαρχόντων σχέσεων, οι ερμηνευτές  αποσκοπούν φυσικά και στην προώθηση του δικού τους ορισμού της κατάστασης (ανάλογα με τον υιοθετημένο ρόλο προκύπτουν επιδιώξεις και συμφέροντα), δηλαδή αποσκοπούν στην επίδραση με την ερμηνεία τους στο κοινό, όπως ακριβώς οι ηθοποιοί μιας παράστασης.

Για την όσο τον δυνατόν πιο πετυχημένη επίδραση, οι ερμηνευτές προσπαθούν συνεχώς να διατηρούν τον εκφραστικό τους έλεγχο (λεκτικό και σωματικό). Υπηρετούν τον ρόλο τους, έτσι όπως είναι διαμορφωμένος, με στόχο να αποτρέψουν το κοινό τους να αντιληφθεί τις απρόοπτες επιπλοκές της παράστασης ή της ερμηνείας τους, όσο ασήμαντες και αν είναι. Επιδιώκεται και ενισχύεται λοιπόν η διαχείριση των εκφράσεων  με σκοπό  να αφήσουν στην διάρκεια της παράστασης μια εντύπωση συμβατή και συνεπή με τον γενικό ορισμό της κατάστασης που επιθυμούν ή καλούνται να καλλιεργήσουν.

Συνεργατικές ομάδες

Όπως επισημαίνει ο Goffman οι ερμηνευτές σπάνια βρίσκονται μόνοι τους στη σκηνή. Φωτίζοντας τις έννοιες της ομαδικότητας και της συνεργατικότητας στην θεατρική μεταφορά του, μας βοηθάει να εντοπίσουμε ακόμα περισσότερες εύστοχες ομοιότητες της δραματουργίας με την πραγματική ζωή. Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο, η παράσταση αποτελείται κατά βάση από δυναμικά σύνολα σε μορφή θιάσου, που ονομάζονται συνεργατικές ομάδες. Αυτές οι συνεργατικές ομάδες δρουν ως μια μικρή κοινωνία, η μοίρα των μελών της οποίας είναι αλληλένδετα συνδεδεμένη λόγω των κοινών τους ερμηνειών αλλά και λόγω της κοινής τους δυσπιστίας στις παραστάσεις άλλων συνεργατικών ομάδων. Τα μέλη της ομάδας ως αποτέλεσμα της συνεχούς τους επαφής και των μυστικών που μοιράζονται για την παράσταση, τείνουν να αναπτύσσουν σταδιακά οικειότητα και αλληλεγγύη μεταξύ τους. Oι σχέσεις τους όμως παρόλα αυτά δεν παύουν να διατρέχονται διαλεκτικά από εκφράσεις σύμπνοιας και αντιπαλότητας. Χαρακτηρίζονται δηλαδή από ένα παιχνίδι αμφισημίας εντός της συνθήκης της παράστασης. Μια συνεργατική ομάδα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως σύστημα, που ενσωματώνει δυναμικά τις ιδιότητες του κάθε ρόλου (επιτρέποντας του όμως να διατηρήσει ορισμένη αυτονομία) και υπηρετεί τον σκοπό της παράστασης που αναπαριστά. Η συνεργατική ομάδα επιδιώκει να διαχειριστεί και να καθοδηγήσει τις εντυπώσεις που διαμορφώνονται για εκείνη αλλά και να ερμηνεύσει τους ρόλους της εντός της συκγκεριμένης κατάστασης. Αυτό το δυναμικό σύστημα, όπως και κάθε ρόλος που το αποτελεί, όπως είναι φανερό επομένως, δεν προσπαθεί αποκλειστικά να διατηρήσει τις ισορροπίες ώστε να μην διαρρήξει την αλληλεπίδραση των σχέσεων, αλλά επιδιώκει να προάγει και τον δικό του ορισμό της κατάστασης (τον πιο προωθητικό σύμφωνα με τα συμφέροντα του). Πρόκειται δηλαδή για μια ένωση  που έχει στόχευση  να ηγεμονεύσει ή αλλιώς να υπερισχύσει στο δυναμικό πεδίο ορισμού της κατάστασης. Η επίτευξη αυτού το σκοπού επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό και σε συνδυασμό με αρκετούς άλλους παράγοντες, από τις ικανότητες της ομάδας στην τέχνη του χειρισμού εντυπώσεων.

Η τέχνη του χειρισμού των εντυπώσεων αφορά ουσιαστικά την εκφραστική υπευθυνότητα των ερμηνευτών που συμμετέχουν στην συνεργατική ομάδα, σε περιπτώσεις απρόοπτων συμβάντων. Απρόοπτα συμβάντα αποτελούν τα διαταρακτικά στοιχεία της παράστασης όπως οι ακούσιες χειρονομίες (οι απροσεξίες μιας ερμηνείας που θεωρούνται ακατάλληλες για μια συγκεκριμένη στιγμή ή σκηνή), οι ατυχείς παρεισφρήσεις (όταν κάποιο άτομο εισέρχεται μη σκόπιμα στον «χώρο» του παρασκηνίου), τα ατοπήματα (δηλώσεις ή μη λεκτικές πράξεις που διασαλεύουν τις προβαλλόμενες εντυπώσεις του ρόλου) αλλά και οι σκηνές (η σκόπιμη διάλυση της εικόνας της συναίνεσης της αλληλεπίδρασης). Απόρροια των παραπάνω ανεπιθύμητων καταστάσεων είναι η αίσθηση ή καλύτερα η κατάσταση αμηχανίας στις σχέσεις κοινού και ερμηνευτών, η οποία υποβιβάζει τα νοήματα που θέλει να μεταβιβάσει η ομάδα.

Για να αποφευχθεί η αμηχανία ο Ε. Goffman προτείνει την τέχνη του χειρισμού των εντυπώσεων (impression management). Αυτή η «τεχνική» αποτελείται από ορισμένες ιδιότητες και πρακτικές που κάθε ομάδα πρέπει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη της. Βασικές ιδιότητές της τέχνης του χειρισμού των εντυπώσεων είναι η δραματουργική αφοσίωση, η δραματουργική πειθαρχία και η δραματουργική σύνεση ενώ προστατευτικές πρακτικές της αποτελούν, ανάμεσα σε πολλές άλλες, οι διάφοροι κώδικες εθιμοτυπίας (τακτ).

Ιδιότητες μελών ομάδας

  1. Η Δραματουργική αφοσίωση ονομάζεται, σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο, η ηθική δέσμευση των μελών μιας ομάδας στην κατευθυντήρια γραμμή που έχει αποφασίσει η ομάδα. Οι ερμηνευτές συμμετέχοντας σε μια συγκεκριμένη κατάσταση όπου καλούνται να συνεργαστούν, όπως τα μέλη μιας παράστασης, θα πρέπει να έχουν αποδεχθεί ορισμένες ηθικές υποχρεώσεις για να καταφέρουν να υπηρετήσουν τον σκοπό τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και να έχουν επιτυχία. Παραδείγματα τέτοιων υποχρεώσεων είναι  η εχεμύθεια αναφορικά με τα μυστικά της συνεργατικής ομάδας, η μη εκμετάλλευση  του προσκήνιου για την προβολή μιας προσωπικής παράστασης, η εναλλαγή ρόλων (με την ίδια ζέση σε όλες τις περιπτώσεις) ανάλογα με τις ανάγκες της ομάδας και τέλος η πίστη στην παράσταση, ώστε να μην εμφανίζονται ψεύτικοι και αφελείς οι ρόλοι.*Βασικός κίνδυνος της δραματουργικής αφοσίωσης αποτελεί η δημιουργία σχέσεων μεταξύ ερμηνευτών και κοινού που διαρρηγνύουν τις σχέσεις της ομάδας. Σε αυτές της περιπτώσεις η ομάδα θα πρέπει να τονώσει την αλληλεγγύη της χτίζοντας στο παρασκήνιο μια «απάνθρωπη» ή αποστασιοποιημένη/ουδέτερη εικόνα του κοινού, ώστε οι ρόλοι να αποδεσμευτούν από την ηθική υποχρέωση απέναντι του. Άλλη λύση επί του ζητήματος είναι επίσης η περιοδική αλλαγή των ακροατήριών.
  2. Η δραματουργική πειθαρχία αποτελεί και αυτή βασική ιδιότητα μιας ομάδας προκειμένου να καταφέρει να «διαχειριστεί τις εκφράσεις της». Είναι μια ιδιόρρυθμη κατηγορία πειθαρχίας αφού επιτάσσει στον ερμηνευτή μια συναισθηματική και διανοητική εμπλοκή στον ρόλο που παρουσιάζει αλλά ταυτόχρονα και μια απόσταση, ώστε να μην παρασυρθεί όντως από την παράσταση και ξεχάσει ποιος είναι ο ρόλος του, καταλήγοντας σε ατοπήματα και ακούσιες χειρονομίες. Αυτή η ιδιότητα καλεί κάθε μέλος της ομάδας να διακατέχεται από αυτοέλεγχο αλλά και από ετοιμότητα για τα πιθανά απρόοπτα. Στο επίκεντρο της δραματουργικής πειθαρχίας βρίσκεται ο έλεγχος των εκφράσεων του προσώπου και της φωνής. Με αυτήν την έννοια, κάθε ανεπιθύμητη κατάσταση ή κάθε πραγματική συναισθηματική αντίδραση σε κάποια απρόβλεπτη κατάσταση πρέπει να αποκρύπτεται και να αντικαθίσταται με την κατάλληλη.  Η επιδίωξη της δραματουργικής πειθαρχίας σχετίζεται επίσης άμεσα με το γεγονός, ότι ένα άτομο με αυτοκυριαρχία, όχι μόνο εμπιστεύεται τον ίδιο του τον εαυτό, αλλά κάνει και την υπόλοιπη ομάδα να το εμπιστευτεί.
  3. Η Δραματουργική σύνεση είναι  η προνοητικότητα, η προσαρμοστικότητα και η σύνεση κάθε μέλους της ομάδας  στο ανέβασμα μιας παράστασης, δηλαδή η διορατικότητα σχετικά με τις απαιτήσεις της αλλά και η προετοιμασία για  όλα τα απρόοπτα που είναι πιθανόν να συμβούν σε αυτή. Αναφέρεται ουσιαστικά στην προμελέτη των συνθηκών και των δεδομένων της παράστασης, ώστε να ληφθούν οι καλύτερες δυνατές αποφάσεις αναφορικά με την διεξαγωγή της. Μια τέτοια απόφαση αποτελεί για παράδειγμα η επιλογή αφοσιωμένων και πειθαρχημένων μελών όπως αυτά περιγράφτηκαν παραπάνω. Άλλο παράδειγμα είναι επίσης η σταθερή επιδίωξη της ομάδας να αποτελείται μόνο από τα μέλη που της είναι αναγκαία για να λειτουργήσει, αφού όπως είναι λογικό, ο περιορισμένος αριθμός μιας ομάδας τείνει να διασφαλίσει καλύτερα, ότι κανένα από τα μέλη δεν θα φερθεί ανάρμοστα. Επίσης, στο πλαίσιο της προνοητικότητας ο ερμηνευτής με το χαρακτηριστικό της δραματουργικής σύνεσης θα πρέπει έχει στο νου για ορθή διαμόρφωση και αναπαράσταση του ρόλου του, τις πληροφορίες που γνωρίζει ήδη το κοινό για αυτόν, αλλά και την πρόσβαση του κοινού σε εξωτερικές προς την αλληλεπίδραση πηγές πληροφοριών.

Προστατευτικές πρακτικές

Η περιγραφή των απαραίτητων ιδιοτήτων που πρέπει να έχουν όλα τα μέλη μιας συνεργατικής ομάδας προκειμένου να αναπαραστήσουν με ασφάλεια την παράστασή τους, συνδυάζονται όπως είδαμε με ποικίλες αμυντικές τεχνικές. Όσον αφορά τις προστατευτικές πρακτικές ο Goffman στο βιβλίο του The Presentation of Self in Everyday Life αναφέρει μεταξύ άλλων, ως ιδιαίτερα σημαντικό, τον έλεγχο του κοινού στην πρόσβαση σε παρασκηνιακές και προσκηνιακές περιοχές, ώστε να μην διαταράσσονται οι ισορροπίες και προκαλούνται ασυνέχειες και απρόοπτα στην ορισμένη κατάσταση. Με αφορμή αυτόν το περιορισμό πρόσβασης, επισημαίνει τον ρόλο του κοινού στις προστατευτικές πρακτικές της ισορροπίας της παράστασης αλλά και την πρέπουσα αντίδραση των ερμηνευτών σε αυτόν τον ρόλο. Έτσι, σχετικά με το κοινό τονίζει τις τεχνικές αυτοπεριορισμού του, μέσω των διαφόρων  κωδικών εθιμοτυπίας ή αλλιώς τακτ (ποικίλλουν ανάλογα την περίσταση και την κοινωνία π.χ. τακτ χρόνου, τακτ χώρου, τακτ εχεμύθειας, τακτ που αφορά τον διακριτικό περισπασμό, τακτ σχετικά με τον απαιτούμενο βαθμό προσοχής και ενδιαφέροντος κ.α.). Παραδείγματα τέτοιων περιστάσεων, είναι περιπτώσεις που άτομα του κοινού παρότι έχουν την ευκαιρία, επιλέγουν αυτοβούλως να μην παρευρίσκονται σε περιοχές στις οποίες δεν έχουν προσκληθεί ή όταν εκτιμούν ότι πρόκειται να παρευρεθούν σε μια τέτοια περιοχή, το προειδοποιούν στους παρόντες με την μορφή ενός μηνύματος ώστε να μην προκληθεί αμηχανία. Άλλο παράδειγμα της χρήσης τακτ είναι η ένδειξη κατανόησης ή η παράβλεψη μιας άγαρμπης ερμηνείας ενός νεοσύστατου μέλους της ομάδας των ερμηνευτών για να αποφευχθεί η σκηνή ή να αποσπάσουν εύνοια. Μία συχνή περίπτωση είναι επίσης η εχεμύθεια από την πλευρά του κοινού, σε περιπτώσεις που τυχαίνει να μαθευτεί κάποιο από τα μυστικά της παράστασης. Αυτή η τακτική προστασίας που βασίζεται στο κοινό, με τους ευμετάβλητους κανόνες συμπεριφοράς, είναι ένας σχεδόν αυθόρμητος ρόλος που υιοθετείται από τους θεατές και με τον οποίο συμβάλλουν ουσιαστικά στη διατήρηση της παράστασης προς όφελος των ερμηνευτών.

Ο ερμηνευτής για να μπορέσει να εκμεταλλευτεί σωστά την διακριτικότητα του κοινού πρέπει  να επιδείξει πειθαρχία και σύνεση διαφορετικής τάξεως  στους θεατές του. Η τεχνική αυτή ονομάζεται τακτ απέναντι στο τακτ και αποτελείται από δύο γενικές στρατηγικές:

  1. Η πρώτη απαιτεί ο ερμηνευτής να είναι ευαίσθητος στα ερεθίσματα, στα μηνύματα του κοινού που προσπαθεί να τον προειδοποιήσει για το ότι η παράστασή του δεν γίνεται αποδεκτή
  2. και η δεύτερη απαιτεί ο χειρισμός που θα επιλέξει για να σώσει την κατάσταση, να είναι σύμφωνος και εντός του κώδικα εθιμοτυπίας του κοινού για να μην προκαλέσει σκηνή.

Κλείνοντας αυτήν την περιληπτική αναφορά στο έργο του E.Goffman και της έννοιας της δραματουργίας και της τέχνης του χειρισμού των εκφράσεων στην θεωρία του, παρατηρούμε τις φανερές και μεγάλες προεκτάσεις και αντιστοιχίες που υπάρχουν σε όλα τα πεδία της ζωής μας  με την θεατρική μεταφορά, αλλά πιο σημαντικά παρατηρούμε την χρησιμότητα της στην προσπάθεια μας να εξηγήσουμε τις ανθρώπινες σχέσεις.